- ανουθέτητος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δε νουθετήθηκε, δεν τον συμβούλεψαν: Και παντρεμένη ακόμη την κόρη της δεν την άφηνε ανουθέτητη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀνουθέτητος — unwarned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανουθέτητος — η, ο (AM ἀνουθέτητος, ον) εκείνος που δεν νουθετήθηκε, που δεν καθοδηγήθηκε με συμβουλές αρχ. μσν. ανεπίδεκτος νουθεσίας … Dictionary of Greek
ἀνουθέτητον — ἀνουθέτητος unwarned masc/fem acc sg ἀνουθέτητος unwarned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνουθετήτοις — ἀνουθέτητος unwarned masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνουθετήτου — ἀνουθέτητος unwarned masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνουθετήτους — ἀνουθέτητος unwarned masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνουθετήτῳ — ἀνουθέτητος unwarned masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνουθέτητα — ἀνουθέτητος unwarned neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνουθέτητοι — ἀνουθέτητος unwarned masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ненаказаныи — (62) пр. 1.Невоспитанный, необразованный, невежественный; непросвещенный: отъ ненаказаныхъ молитвъ. и обѣщании ѹдал˫атисѧ. (ἀπαιδεύτων) КЕ XII, 189б; а друзии чада сво˫а бу˫а и ненаказана видѧще худѣ радѧть о нихъ. СбХл XIV, 106 об.; Того ра(д)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)